κατεπιγάστριοι

κατεπιγάστριοι
κατεπιγάστριος
abdominal
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καχεπιγάστριος — κατεπιγάστριος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από την κοιλιά, υπογάστριος («μύες κατεπιγάστριοι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι γάστριος «αυτός που βρίσκεται επί τής κοιλίας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”